- κιμβάζει
- κιμβάζειMeaning: στραγγεύεται H.See also: - S. σκιμβάζω.Page in Frisk: 1,853
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.